- δάκρυσα
- δάκρῡσα , δακρύωweepaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'δάκρυσα — ἐδάκρῡσα , δακρύω weep aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακρύζω — δακρύζω, δάκρυσα, δακρυσμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μάκρεμα — το 1. επιμήκυνση: Έδωσα το παλτό μου για μάκρεμα. 2. παράταση: Το μάκρεμα της συζήτησης δεν οδήγησε πουθενά. 3. απομάκρυνση: Δάκρυσα με το μάκρεμα από το νησί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)